- τριμμός
- ὁ, Α [τρίβω]πολυσύχναστος δρόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριμμός — beaten track masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμμοῖς — τριμμός beaten track masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμμούς — τριμμός beaten track masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμμῶν — τριμμός beaten track masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιμμός — νιμμός, ὁ (Α) (κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. μός (πρβλ. τριμμός)] … Dictionary of Greek
στρυμώχνω — και στρυμώνω και στριμώ (χ)νω και στριμώγνω Ν 1. συμπιέζω, συνωθώ 2. μτφ. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, σε πολύ δύσκολη θέση («μέ στρύμωξε και τού τά πα όλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στρυμώ(χ)νω κατά την πιθανότερη άποψη έχει σχηματιστεί από τον τ. στρύμοξ* … Dictionary of Greek
τρίμμ' — τριμμέ , τριμμός beaten track masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)